- πορίζουσα
- πορίζωcarrypres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποριζούσας — ποριζούσᾱς , πορίζω carry pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ποριζούσᾱς , πορίζω carry pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορίζουσ' — πορίζουσα , πορίζω carry pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) πορίζουσι , πορίζω carry pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πορίζουσι , πορίζω carry pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) πορίζουσαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμαρεύω — (Α) [καμάρα] (κατά τον Ησύχ.) 1. «σωρεύω, φιλοπονῶ, πορίζω, κακοπαθῶ, συνάγω» 2. (το θηλ. τής μτχ. ενεστ.) καμαρεύουσα «φιλοπονοῦσα, πορίζουσα» … Dictionary of Greek